ψάμαθος
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
ἡ (poet., also in a Homeric paraphrase, Plu.2.393e),
A sand of the sea-shore, ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν... ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης . . συνέχευε Il.15.362; ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ Od. 14.136; ἀμφὶ χλωρὰν ψ. S.Aj.1064; παρακτία ψ. E.IA165 (lyr.), cf. 1054 (lyr.); παρὰ ψ. καὶ θῖν' ἁλός Ar.V.1520 (lyr.): freq. in pl., νῆα . . ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486; ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσι Od.3.38, cf. 4.438; of river-sand, Il.21.202, 319. 2 prov. of a countless multitude, ὅσα ψ. τε κόνις τε ib.9.385: pl., grains of sand, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2.800; ὁπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται Pi.P.9.47. (Perh. formed by combining ψάμμος and ἄμαθος; similarly ἄμμος (ἅμμος) by combining ἄμαθος and ψάμμος; ἄμαθος is cogn. with Engl. sand.)
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, der Sand, bei Homer niemals vom Sande des Landes, sondern immer von dem durch Gewässer benetzten; meistens vom Sande am Meeresufer, z. B. Iliad. 1, 486, ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν Odyss. 3, 38, ἐν ψαμάθοισι ἁλίῃσιν Odyss. 4, 438; vom Flußsande Iliad. 21, 202 und 319. Der Sand des Landes heißt bei Homer ἄμαθος und κόνις und κονία. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 123. – Ψάμαθοι κλονέονται ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς Pind. P. 9, 48; χλωρά Soph. Ai. 1043; παρακτία Eur. I. A. 165; παρὰ ψάμαθον καὶ θῖν' ἁλός Ar. Vesp. 1520. – Uebh. Staub, ὀλίγῃ θῆκαν ὑπὸ ψαμάθῳ Hegesipp. 4 (VII, 276); νεκύων Gaetul. 9 (IX, 409). – Als Bezeichnung der unendlichen Menge, des Unzählbaren, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il. 9, 385, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2, 800; vgl. Pind. a. a. O.