λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
A = ἀπολέπω, peel, Gp.10.58.
[Seite 311] abschälen, Sp. Vgl. ἀπολοπίζω.