κατυβρίζω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Full diacritics: κατυβρίζω | Medium diacritics: κατυβρίζω | Low diacritics: κατυβρίζω | Capitals: ΚΑΤΥΒΡΙΖΩ |
Transliteration A: katybrízō | Transliteration B: katybrizō | Transliteration C: katyvrizo | Beta Code: katubri/zw |
κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.