Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(A), εως, ἡ, (λήθω)
A = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.λῆσις (B), εως, ἡ, (λῶ)
A = βούλησις, αἵρεσις, Hsch.