λελίημαι
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
old Ep. pf.,
A strive eagerly, Il., but only in part. λελῐημένος, λ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους 5.690, cf. 4.465: as Adj., eager, βάν ῥ' ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι 12.106, cf. 16.552: in later Ep. c. gen., eager for a thing, λελιημένοι ἠπείροιο A.R.1.1164: also 3sg. plpf. with inf., αὐδῆσαι λελίητο Id.3.1158, cf. 646, 4.1009: 2sg. pf., λελίησαι ἀκούειν Theoc.25.196, cf. Orph.Fr.280.4: 3pl. plpf. λελίηντο prob. cj. in Id.L.118. II in phys. sense, αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος rushing, Emp.100.18.
German (Pape)
[Seite 28] (λαω, λιλαίομαι, eigtl. perf. dazu, statt λελίλημαι), begierig trachten, streben, Hom. nur im part. λελιημένος, adjectivisch gebraucht, hastig, voll Begier, ungestüm, ἕλκειν, Il. 4, 465, παρήϊξεν, 5, 690, βὰν ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, 16, 552. Bei Ap. Rh. auch c. gen., λελιημένοι ἠπείροιο, 1, 1165; λελίητο ἰδέσθαι, er begehrte zu sehen, Orph. Arg. 1259; λελίητο αὐδῆσαι, Ap. Rh. 3, 1158.