καταχώννυμι
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
( καταχωννύω Gp.2.42.5, Hippiatr.34), fut. -
A χώσω Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach.295 (tm.); σφέας . . κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15. 2 silt up, dam up, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος D.S.24.1. 3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει . . τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9. 4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.