δίκρεας
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό,
A double portion of meat, νώτου SIG1025.53 (Cos); also δίκρεως μερίς ib.1013.5 (Chios); δύο μοίρας δίκρεως BCH37.195 (Chios, iv B. C.).