λιτή
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
ἡ, (λίτομαι)
A prayer, entreaty, mostly in pl., λιτῇσι ἐλλισάμην Od.11.34; καταβαίνειν ἐς λιτάς Hdt.1.116; λιταῖς ἀποτρέπει [αὐτὸν] μὴ πορεύεσθαι ib.105; λιταῖς πεῖσαί τινα Pi.O.2.80, cf. 8.8; μαλθάσσειν κέαρ λιταῖς A.Pr.1008; ηὔχετο λιταῖσι Id.Pers.499; λιτᾶν ἀκούειν Id.Ag.396 (lyr.); λιτὰς κλύειν Id.Th.172 (lyr.), cf. E.Or.1233, etc.; λιταῖς σεβίζειν S.OC1557 (lyr.); ἐπεύχεσθαι λιτάς ib.484; λ. δέχεσθαι Id.Ant. 1019; ἐν λιταῖς στέλλειν with prayers, Id.Ph.60; λιταὶ θεῶν prayers to the gods, E.Supp.262; but λιταὶ ἐμαυτοῦ ξυμμάχων τε prayers for myself, S.OC1309: also c. gen. of that by which one prays, γενείου τοῦδ' . . ἐκτεῖναι λιτάς E.Or.290. (Poet., Ion. and late Prose, BGU 74.15 (ii A. D.).) II Λιταί, αἱ, personified, Prayers of sorrow and repentance, Il.9.502 sq., AP11.361 (Autom.).