χραίνω
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
A. Th.61, etc., fut.
A χρᾰνῶ E.Hec.366: aor. ἔχρᾱνα A.Eu. 170 (lyr.); subj. χράνῃ Id.Fr.327; inf. χρᾶναι Poll.7.129, Porph. Chr.49:—touch slightly, ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, i.e. keeping aloof from it, E.Or.919; χ. οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός, of fishes, Achae.27.3: hence, smear, paint, χ. ἢ ἀποχραίνειν Pl.Lg. 769a, cf. Poll. l.c., Max.Tyr.40.2: besmear, anoint, τινι Nic.Al. 246:—Pass., χραινομένην μέλιτι AP7.622 (Antiphil.). 2 stain, βωμὸν αἵματι μήλων B.10.111; πεδία δ' ἀργηστὴς ἀφρὸς χραίνει σταλαγμοῖς A.Th.61, cf. Fr.327; defile, μιάσματι μυχὸν ἔχρανας Id.Eu.170 (lyr.); esp. of moral pollution, λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν χραίνω S.OT822, cf. E.Hipp.1266, Hec.366; ὄμμα χ. θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς Id.Hipp.1438; οὔτε φόνῳ τοὺς τῶν θεῶν βωμοὺς χραίνειν δεῖ Porph.Abst.2.28; of words, θεῶν ὀνόματα μὴ χ. ῥᾳδίως Pl.Lg.917b:—Med., χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43:—Pass., αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα A.Supp.266; καπνῷ χραίνεται πόλισμα Id.Th.342(lyr.), cf. S.OC368; τὰ ὄμματα μὴ κεχράνθαι τοῖς ἀσεβήμασι Jul.Or.7.205a; ὄψιν τε καὶ ἀκοὴν ἐχράνθημεν Hld.10.9.
German (Pape)
[Seite 1368] die Oberfläche eines Körpers leicht berühren, bestreichen, bespritzen, Aesch. Spt. 61; – bes. anstreichen, färben, χραίνειν ἢ ἀποχραίνειν Plat. Legg. VI, 769 a; schminken, salben, μέλιτι χραινόμενος Antiphil. 30 (VII, 622); πρὸς ἥλιον χραίνεσθαι Phryn. in B. A. 72, = ἐπικαίειν ἐν τῷ ἡλίῳ; κνίδην σὺν λίπει χραίνοιο Nic. Al. 566. – Dah. besudeln, μιάσματι μυχὸν ἔχρανας Aesch. Eum. 163; Suppl. 263; καπνῷ χραίνεται πόλισμα Spt. 324; vgl. Soph. O. R. 822 O. C. 369; λέχη τἀμὰ χρανεῖ δοῦλος Eur. Hec. 365, u. öfter; auch in Prosa, θεῶν ὀνόματα μὴ χραίνειν ῥᾳδίως Plat. Legg. XI, 917 b; πέδον φόνῳ Lycophr. 268.