σύντροφος

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντροφος Medium diacritics: σύντροφος Low diacritics: σύντροφος Capitals: ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: sýntrophos Transliteration B: syntrophos Transliteration C: syntrofos Beta Code: su/ntrofos

English (LSJ)

ον,

   A brought up together with, τινι Hdt.1.99; ὦ Κύπριδι . . καὶ Χάρισι . . ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach.989 (lyr.); also c. gen., foster-brother, οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43 J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase, τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2; freq. of domestic animals, σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν σ. X.Mem.2.3.4; ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11; κυνίδιον σ. Plu.Aem.10; ὄρνις Luc.Lex.6: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj.861; of like habits with oneself, Pl.Lg.949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 (Teos), cf. 3142.3 (Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN1161b34.    2 generally, living with, τοῖς φονεῦσι S.El.1190; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph.171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT1119 (lyr.); γυμνασίῳ Plu.2.130c; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen., σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.).    3 of things, habitual, νόσημα Hp.Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος S.Aj.639 (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως σ. the congenital property of nature, Pl.Plt.273b; πῦρ τὸ σ. innate heat, Hp.de Arte12; σ. τινί natural to, χυμῷ Id.Off.11; φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29; ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158 S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ σ. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph.203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., -φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32.    II Act., joint-herd, fellow-herdsman, τῆς ἀγέλης Pl.Plt.267e.    2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing . ., Pl.Lg.845d.

German (Pape)

[Seite 1037] mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit Einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertrau't, wie Ajar die Athene nennt, τὸ σύντροφον γένος, Soph. Ai. 848; El. 1181; u. übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax, Ai. 625; τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ σύντροφος, Her. 7, 102; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen, Thuc. 2, 50; von Hausthieren, Xen. Mem. 2, 3, 4; αἰσχύνῃ, Ep. ad. 9 (XII, 99); σύντροφον ἔχειν τινά, Antiphil. 7 (VI, 257); öfter in späterer Prosa: τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ σύντροφος, Luc. Nigr. 12; κολακείᾳ, Merc. cond. 20; Pseudol. 28 u. öfter. – Selten c. gen., μέθας σ., Antp. Sid. 89 (VII, 423), wie auch Plat. τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ξύντροφον, Polit. 273 b, vgl. 267 e Legg. XII, 949 c; active Bdtg, mit ernährend, scheint es ibd. VIII, 845 d zu haben, τοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων; vgl. Xen. Mem. 4, 3, 8, wo die Luft πρόμαχος καὶ σύντροφος ζωῆς heißt. – Pol. vrbdt auch τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, 4, 20, 7, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen.