ἀπαμφιέννυμι
From LSJ
σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
English (LSJ)
[ῡ],
A strip off garments, στέρν' ἀπημφιεσμέναι having them stripped bare, Xenarch.4.5. 2 strip off, τοίχους Plu.2.516f, cf. Ph.1.117.
German (Pape)
[Seite 277] (s. ἕννυμι), auskleiden, ἀπαμφιεῖ τὸ κατάπλαστον ἡ μέθη Men. in VLL.; στέρν' ἀπημφιεσμένας, γυμνάς, Xenarch. Ath. XIII, 569 b.