μυθεύω
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
pf.
A μεμύθευκα Phld.Mus.p.24 K.: later form of μυθέομαι, E.HF77; ἅπαντα μυθεύσασα Ezek.Exag.34: c. acc. et inf., Phld. l. c., al.:—Pass., to be spoken of, E.Ion196 (lyr.); ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is related by mortals, as the story goes, ib.265. II relate fabulously, Str.1.2.35; πράξεις μεμύθευκε Socr.Ep.30.9: c.acc. et inf., Arist.Mir.836b1:—Pass., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι Id.PA641a20; μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Str.14.2.8, cf. D.C.51.26: without inf., Palaeph.4.
German (Pape)
[Seite 214] = μυθέομαις λόγοισι μυθεύουσα, Eur. Herc. Fur. 77; ὡς μεμύθευται βροτοῖς, Ion 265; Strab. 1, 2, 36 u. Luc. Aber med. μυθεύονται τοὺς παῖδας έξ Ἄρεως γενέσθαι, Strab. V, 3, 2; – Eust. erkl. μυθεύεσθαι τὸ ψευδῶς λέγειν.