οἰακίζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Ion. οἰηκ-,
A steer: hence, govern, guide, manage, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Hdt.1.171 ; [ἵππους] οἰ. guide them (when swimming), Plb.3.43.4, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι Str.17.3.7 ; of the seasons, Gal.9.914. 2 metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός Heraclit.64 ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Arist.EN1172a21 :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος D.S.18.59.