γλάνις
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ (ἡ Paus.4.34.2), or γλᾰνίς (Hsch., also expld. as,
A = ἀργός), gen. ιδος Ephipp.12.1, Mnesim.4.32; γλάνιος (v.l. γλάνεως) Arist.HA568b22, al.: acc. γλάνιν AB88: pl. γλάνεις, οἱ, Arist.HA 602b24; γλάνιδες Archipp.26; γλάνιες Matro Conv.80:—sheat-fish, Silurus, esp. Parasilurus Aristotelis, Arist.HA568a25, etc.:—also γλάνιος, ὁ, Hdn.Gr.1.94, Gloss.