συγγράφω

From LSJ
Revision as of 19:14, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγράφω Medium diacritics: συγγράφω Low diacritics: συγγράφω Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: syngráphō Transliteration B: syngraphō Transliteration C: syggrafo Beta Code: suggra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A write or note down, X.Cyr.8.4.16 (Pass.):—Med., have a thing written down, Hdt.1.47,48, 7.142.    2 describe, εἶδος ὁκοῖόν τι ἔχει ὁ κάμηλος οὐ συγγράφω Id.3.103, cf. 6.14.    II compose a writing or a work in writing, περί τινος X.Eq.1.1, Pl.Min.316d: c.acc., τὰς Κνιδίας γνώμας Hp.Acut.1; πόλεμον ξ. write the history of the war, Th.1.1, cf.6.7; ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφώς the author of the book on cookery, Pl.Grg.518b; συμβουλὴν περὶ βίου σ. Id.Lg.858c; describe, Theoc.Ep.22.4 (where it is used of poetry, cf.AP9.165 (Pall.)): esp., write in prose, opp. poetry (ποιεῖν), Pl.Ly.205a, Isoc.9.8; σ. ἐπαίνους καταλογάδην Pl.Smp.177b; σ. τέχνας compose manuals, D.H.Comp.1.    2 esp., compose a speech, Isoc.1.3:—Med., σ. λόγους οἵους εἰς τὰ δικαστήρια get speeches composed, Pl.Euthd.272a: —Pass., λόγος συγγεγραμμένος Id.Phdr.258a.    III Med., συγγράφεσθαί τι draw up a contract or bond (συγγραφή 11.2), συγγραψάμενος ἃ δεήσει ἀποδοῦναι X.Eq.2.2; συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα make a treaty of peace with another, Isoc.12.158; σ. περί τινος Id.4.177; τοιαῦτα -όμενοι promising, Phld.Rh.1.343 S.; σ. συγγραφήν PHal.1.258 (iii B.C.), etc.: abs., sign a treaty, Th.5.41; make a contract, PCair.Zen.199.5 (iii B.C.), POxy.729.17 (ii A.D.); συγγέγραμμαι τῇ Ἑσπέρου θυγατρί I have signed a contract (of marriage) with the daughter of H., UPZ66.2 (ii B.C.); σ. γάμον make a contract of marriage, Plu.2.1034b: c. inf., Thphr.HP5.5.5; συνεγράψατο πρὸς Διόδωρον Εὐτέληαν γαμήσειν Supp.Epigr.2.294.6 (Delph., i A.D.); and elliptically, συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον make a contract [to carry a ship] to a port, D.56.11,47; [δραχμαὶ] ἃς συνεγραψάμην Διονυσοδώρῳ for which I gave a bill (or I.O.U.) to... PCair.Zen. (iii B.C.), cf. PEnteux.49.5 (iii B.C.); ὁ συγγεγραμμένος the signatory to a contract, Hp.Jusj.; pl., PCair.Zen.666.5 (iii B.C.).    IV draw up a form of motion to be submitted to vote, τάδε οἱ ξυγγραφῆς ξυνέγραψαν IG12.76.3; τάδε Δημόφαντος συνέγραψεν Lex ap. And.1.96; νόμους καθ' οὓς πολιτεύσουσι X.HG2.3.2, cf. Arist.Ath.29.2, 30.1; παράνομα συγγεγραφέναι X.HG1.7.12:—elsewh. in Med., μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι Ar.Th.432; οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Pl.Grg. 451b.    V represent in a painting, paint, τὸν Ῥωξάνης καὶ Ἀλεξάνδρου γάμον Luc.Herod.4:—Pass., Ar.Av.805 (s.v.l., σύ γε γεγραμμένῳ cj. Mein.).    2 paint together, τινὰς ἐν γραφαῖς D.C.58.4, cf. 50.5 (Pass.).    VI of an architect, draw up specifications, IG12.24.8,44.6, 81.16.    VII enrol, in Pass., πατέρες συγγεγραμμενοι,= Lat. patres conscripti, Plu.Rom.13.

German (Pape)

[Seite 963] aufschreiben, niederschreiben, malen; ἔοικας χηνὶ συγγεγραμμένῳ, Ar. Av. 805; auch med., τὰ δ' ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι, Thesm. 432 (s. unten), συγγράψασθαι, Her. 1, 47. 48; die Dreißigmänner in Athen werden gewählt, οἳ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, Xen. Hell. 2, 3, 2. – Bes. geschichtliche Thatsachen zusammentragen u. aufzeichnen, ein Geschichtswerk abfassen, Thuc. 1, 1; τὰς πράξεις, Pol. 3, 6, 1 u. Sp.; u. übh. ein Werk in Prosa schreiben, ὁ τὴν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς, Ath. IV, 112 d; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν, Plat. Conv. 177 b; Ggstz von ποιεῖν, Lys. 205 a; s. Schaef. D. Hal. de C. V. p. 25. 70. 105. 185; selten von Dichtern, wie Pallad. 11 (X, 165) u. Theocr. ep. 20, 4. – Im engern Sinne = einen Contract abfassen, einen Vertrag machen, περί τινος, Isocr. 4, 147, vom Frieden; auch med., συγγράφεσθαι πρός τι, in Bezug auf eine Sache einen Contract machen, vgl. Dem. 56, 47 u. öfter; συγγράφεσθαι γάμον, die Ehe contractmäßig vollziehen, Plut. de stoic. repugn. 4; u. pass., ὁ συγγεγραμμένος, der durch einen Contract Verpflichtete, Hippocr. – Auch ἐν τῷ δήμῳ συγγράφεσθαι, einen Volksbeschluß ausfertigen, Plat. Gorg. 451 b; s. oben Ar.