ποριστικός
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ή, όν,
A able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg.517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.
German (Pape)
[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.