φυλακικός
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
ή, όν,
A watchful, careful, Pl.R.375e, 456a, al.; -ώτατοι πόλεως ib.412c; ἡ -κή (sc. τέχνη) ib.428d. 2 disposed to observe, δόγματος ib.412e.
German (Pape)
[Seite 1313] zum Bewachen gehörig, geschickt, Plat. Rep. II, 375 e, u. superl., ἆρ' οὐ φυλακικωτάτους πόλεως αὐτοὺς δεῖ εἶναι, III, 412 c.