σπείρω

From LSJ
Revision as of 19:46, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπείρω Medium diacritics: σπείρω Low diacritics: σπείρω Capitals: ΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: speírō Transliteration B: speirō Transliteration C: speiro Beta Code: spei/rw

English (LSJ)

Aeol. σπέρρω Sch.D.T.p.117 H., EM300.19: Ion. impf.

   A σπείρεσκον Hdt.4.42: fut. σπερῶ E.El.79, Pl.Phdr.276d; Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec.202: aor. ἔσπειρα A.Th.754 (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti.41c: pf. ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1, etc.:—Med., aor. inf. σπείρασθαι A.R.3.1028; aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—Pass., fut. σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14, (δια-) D.S.17.69: aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT1498, Th.2.27: pf. ἔσπαρμαι E.HF 1098, Ar.Ra. 1206, Pl.Lg.693a, etc.:— sow,    I sow seed, c. acc., [κέγχρους] Hes.Sc.399; σῖτον Hdt.4.17; στάχυν E.Cyc.121; of Cadmus, σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba.264 (so in Med., σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028): abs., sow, Hes.Op.391; opp. θερίζω, Ar.Av.710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.); καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr.260d; αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.16: prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σ. Pl.Lg.838e; σ. κατὰ πετρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf. σπέρμα 1.1), Luc.Am. 20.    2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj.1293, Tr.33, E.Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 (Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα σ. Pl.Lg.841d:—Pass., spring or be born, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT1498, cf. E.Ion 554 (troch.), Pl.R.460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα . . σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.    3 scatter like seed, strew, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107; σ. φλόγα Trag.Adesp.85; of liquids, scatter or sprinkle, ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr.167; spread abroad, extend, σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13; spread rumour, σ. ματαίαν βάξιν S.El.642; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr.653:—Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ . . πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; τόξα δ' ἔσπαρται πέδῳ E.HF1098; of persons, ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27; ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22; κατὰ χώραν ib.6.2.17; ἔσπαρται λόγος E.Fr.846 ap.Ar.Ra.1206.    II sow a field, νειόν Hes.Op.463; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ἄρουραν A.Fr.158; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; τυχεῖν μὲν ἤδη 'σπαρμένα Ar.Pax 1140; ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Din.1.24: prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph., καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V.1044; σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg.777e; τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d.    2 of procreation, ματρὸς . . σ. ἄρουραν A.Th.754; σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18; σ. λέχη Id.Ion64; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2.

German (Pape)

[Seite 919] = ἑλίσσω, nur bei Gramm., um σπεῖρα abzuleiten. fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, perf. pass. ἔσπαρμαι, aor. pass. ἐσπάρην, – säen, Saamen ausstreuen, Hes. O. 393 Sc. 399; – übertr., von Menschen; μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν, Aesch. Spt. 736; μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα, Eur. Phoen. 18; – σῖτον, Her. 3, 100. 4, 17; Δήμητρος στάχυν, Eur. Cycl. 121; Bacch. 264; ὃν καρπὸν ἔσπειρε, Plat. Phaedr. 260 d; σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων, Legg. II, 663 e; – auch besäen, νειόν, Hes. O. 465; πεδιάδα, Her. 9, 122; ὃς τὴν ἀρίστην Χεῤῥονησίαν πλάκα σπείρει, Eur. Hec. 9, vgl. Heracl. 840; und übertr., τινὰ καινοτάταις διανοίαις, Ar. Vesp. 1044; dah. sprichwörtlich von fruchtlosen Bemühungen πόντον σπείρειν, das Meer besäen, Theogn. 106; auch εἰς ὕδωρ u. ἐν ὕδατι σπείρειν. – Ueberh. zeugen, erzeugen; παῖδας, οὓς κεῖνός ποτε σπείρων μόνον προσεῖδε, Soph. Trach. 33; Ἀτρέα, ὃς αὖ σ' ἔσπειρε, Ai. 1272; ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, O. R. 1498; βρότειον σπεῖραι γένος, Eur. Hipp. 618, ἵνα ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται, Plat. Rep. V, 460 b. – Ausstreuen, verbreiten; μὴ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰς πᾶσαν πόλιν, Soph. El. 632; ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος, Ar. Ran. 1204; τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἐς τὸν Στρυμόνα, Her. 7, 107; – im pass., zerstreu't werden, sich zerstreuen; ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, Thuc. 2, 27; ἐς ἁρπαγήν, sich zerstreuen, Xen. Hell. 3, 4, 22; Folgde; auch von flüssigen Dingen, sprengen, spritzen; φλόγα, sprühen, Arist. poet. 13.