διαρρήδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (διαρρηθῆναι)
A expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; esp. of legal enactments or treaties, δ. γέγραπται Foed. ap.And.2.14; δ. εἴρηται μή . . Lys.1.20; ὁ νόμος δ. λέγει Is.3.68; δ. ψηφίσασθαι D.19.6; δ. πέμπειν Pl.Lg.698c; νομοθετεῖν ib.876c.