μήκιστος
English (LSJ)
η, ον, Dor. μάκιστος [ᾱ], the only form used by Trag.: irreg. Sup. of μακρός (formed from μῆκος, as αἴσχιστος from αἶσχος),
A tallest, τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Il.7.155, cf. Od.11.309. 2 greatest, μάκιστον σέλας A.Fr.281.1; μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων S.OT1301 (anap.); τὰ μάκιστ' ἐμῶν κακῶν E.Hipp.818 (lyr.); τὸ μήκιστον τεράων A.R.4.1364. 3 longest, in point of Time, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος X.Ages.10.4: neut. μήκιστον as Adv., for a very long time or in the highest degree, h.Cer.258 (s.v.l.); ὅτι δύνᾳ μάκιστον . . ἐξιδοῦ see to it as far as possible, S.Ph.851 (lyr.); τί νύ μοι μήκιστα γένηται; what is to become of me at last? Od.5.299,465; τὸ μ. at longest, Luc.Herm.50; ἐπὶ μ. for the longest time, Id.Demon.1. 4 farthest, X.Cyr.4.5.28, A.R.1.82; μ. ἀφέστηκεν τοῦ πείθειν Phld.Rh.1.270 S.
German (Pape)
[Seite 171] superl. zu μακρός, von μῆκος abgeleitet, der längste, schlankste; τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα, Il. 7, 155; Od. 11, 309; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden, Od. 5, 299; sp. D.; auch in Prosa, wie Xen. Cyr. 4, 5, 28; Luc. de salt. 76; τὸ μήκιστον, längstens, Hermot. 50; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter, Xen. Ag. 10, 4.