φοινικοῦς
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ῆ, οῦν,
A v. φοινίκεος.
German (Pape)
[Seite 1296] οῦντος, ὁ, = φοινικών, Palmenwald, D. Sic. 3, 42. οῦσσα, οῦν, zsgzgn statt φοινικόεις, w. m. s. ῆ, οῦν, zsgzgn statt φοινίκεος, Xen. u. A.; vgl. Lob. Phryn. 148.