συνερείδω
English (LSJ)
A press together, close, χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426; σ. ὀδόντας set the teeth, lock them fast, Hp.Coac.230 (where συνερίζειν is f.l.), Mul.2.201; bind together, bind fast, τινὰ περόναις E.Ba.97 (lyr.):—Pass., αἱ γνάθοι συνερειδόμεναι being set or locked, Hp.Epid.5.74; χέρας δεσμοῖς -ερεισθέντες with their hands tight bound, E.IT457 (anap.), cf. Theoc.22.68; διὰ τὸ μὴ σ. τὴν ἀρτηρίαν Arist.Aud.801a2; χεῖρες ξυνηρεισμέναι arms flexed, Aret.SA1.6. 2 σ. τὸν λογισμόν reason closely, Plu.2.600e codd. II intr., to be firmly set, οἱ ὀδόντες συνηρείκασι Hp.Morb. Sacr.7, cf. Sor.2.27, Fract.4 (prob.); ξυνερείσουσιν οἱ ὀδόντες Aret. SA1.5; γένυς ξ. τῇ ἄνω is locked with . ., ib.6; also of soldiers, σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.12.21.3, cf. Arr.Tact. 16.14. 2 meet in close conflict, τοῖς ἐναντίοις Plb.5.84.2; dash together, of ships, D.S.13.46, Plu.Them.14; press on, τοὺς ὠθισμοὺς τοῖς προτεταγμένοις Arr.Tact. 12.3.