ὀλολυγμός
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ὁ,
A loud cry, mostly of joy, in honour of the gods, ὀ. ἱρὸν . . παιώνισον A.Th.268 ; ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28, cf. 595, E.Or.1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323 : pl., Epicur.Fr.143,419 ; song of triumph, ἐφυμνῆσαι . . ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch.387 (lyr.) ; rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον, Ag. 581; Ch. 381; Eur. Or. 1137; Ar.