ἀποβροχίζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A ligature, Sor.1.80, Gal.14.784. II bind tightly, λαιμόν AP9.410 (Tull. Sab.). III strangle, ἑαυτόν Polyaen. 8.63.
German (Pape)
[Seite 298] ab-, zuschnüren, λαιμόν Tull. Gem. 9 (IX, 410); bei Chirurg. Gefäße unterbinden; ἑαυτόν, sich henken, Polyaen. 8, 63.