πνικτός
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ή, όν,
A strangled, Act.Ap.15.20, al. 2 air-tight, Hero Spir.1.3,16,al. Adv. -τῶς ib.2.21. II baked or stewed (cf. πνίγω 11), Pherecr.175, Stratt.29, Antiph.1.4, etc.
German (Pape)
[Seite 641] erstickt, erwürgt, Sp.; gedämpft, geschmort, wie Fleisch in einem verschlossenen Tiegel, Archestr. bei Ath. VII, 295 e; Antiphan. ib. X, 449 b.
Greek (Liddell-Scott)
πνικτός: -ή, -όν, πεπνιγμένος, Πράξ. Ἀποστ. ιεϳ, 20 κτλ. ΙΙ. ψητὸς ἢ βραστὸς ἐν κεκλεισμένῳ ἀγγείῳ (πρβλ. πνίγω ΙΙ), Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 6, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4, κτλ.