Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Full diacritics: καταντία | Medium diacritics: καταντία | Low diacritics: καταντία | Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΑ |
Transliteration A: katantía | Transliteration B: katantia | Transliteration C: katantia | Beta Code: katanti/a |
ἡ,
A hanging downwards, Hp.Off.3. II καταντία, v. καταντίον.
[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.
καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.