ἀδηλέω
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
(ἄδηλος)
A to be in the dark about a thing, understand not, σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι S.OC35: —Pass., to be obscure, Ph.2.42,al., S.E.M.11.233, cf. 7.393; fail to appear, ἐπιμήνια-εύμενα Hp.Mul.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλέω: (ἄδηλος) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ περί τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι σκοτεινός, ἀσαφής, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ ἀφανής, λείπω, Ἱππ. 590. 17.