ἐπαρκής
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ές,
A helpful, κρᾶσις Emp.22.4; of remedies, effective, Nic. Al.564. II sufficient, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plu.Cic.7, cf. D.P. 1101. Adv. -κῶς IG4.491 (Cleonae).
German (Pape)
[Seite 905] ές, hinreichend; οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκής Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρκής: -ές, ὅσος ἐπαρκεῖ, ὅσος χρειάζεται, ἀρκετός, ἐν δὲ ἐπαρκὲς θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον Νικ. Ἀλεξιφ. 577· ἐπαρκῶν, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκὴς Πλουτ. Κικ. 7· πρβλ. Διονύσ. Π. 1601· «ἐπαρκές· αὔταρκες» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. ΙΑ΄, 35), Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 471.