Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τλημόνως

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

German (Pape)

[Seite 1123] adv. von τλήμων; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ τλημόνως, Eur. Suppl. 947, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τλημόνως: Ἐπίρρ. τοῦ τλήμων, μετὰ καρτερίας, τὰ μὲν ἄλλα τλημόνως ἤντλουν κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 748· μένειν χρὴ τλημόνως Εὐρ. Ἱκ. 947. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλημόνως· ἐλεεινῶς». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73.