τλημόνως
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
German (Pape)
[Seite 1123] adv. von τλήμων; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ τλημόνως, Eur. Suppl. 947, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τλημόνως: Ἐπίρρ. τοῦ τλήμων, μετὰ καρτερίας, τὰ μὲν ἄλλα τλημόνως ἤντλουν κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 748· μένειν χρὴ τλημόνως Εὐρ. Ἱκ. 947. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλημόνως· ἐλεεινῶς». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73.