τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
λείανσις,
A v. λεαίνω, λέανσις.
λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.