μυρσινών
From LSJ
English (LSJ)
Att. μυρρινών, ῶνος, ὁ,
A myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.
German (Pape)
[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)˙ Ἀττ. μυρρινών, Ἀριστοφ. Βάτρ. 156˙ - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.