ἀκαιρία
English (LSJ)
ἡ,
A unfitness of times, opp. ἐπικαιρία, Democr.26e (pl.); opp. εὐκαιρία, Pl.Phd.272a; opp. ἐγκαιρία, Id.Plt.305d; time of trouble, Lib.Or.59.38. 2 of bad seasons, unseasonableness, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀ. Pl.Lg.709a(pl.); τῶν πνευμάτων Arist.Pr.941b25(pl.). 3 impropriety, Pl.Smp.182a. 4 bad taste in writing, D.H.Dem. 7,al. 5 opp. καιρός, want of opportunity, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντες D.1.24; want of time, Plu.2.130e. II of persons, tactlessness, Thphr.Char.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαιρία: ἡ, ἀκαταλληλότης τοῦ καιροῦ, ἀντίθ. τῷ εὐκαιρία, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· καὶ τῷ ἐγκαιρία, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 305D. 2) ἐπὶ κακοκαιρίας βλαβερᾶς εἰς τὴν γεωργίαν, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκ., ὁ αὐτ. Νόμ. 709Α· τῶν πνευμάτων, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13. 1. 3) ἀντίθ. πρὸς τὸ καιρός, = ἔλλειψις εὐκαιρίας, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, Δημ. 16. 4: ὡσαύτως, ἔλλειψις χρόνου, Πλούτ. 2. 130Ε. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκαίρου, ἔλλειψις διακρίσεως, ἀδιακρισία, φορτικότης, Πλάτ. Συμ. 182Α, Θεοφρ. Χαρ. 12.