τυμβοχόος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
English (LSJ)
ον, (χέω)
A throwing up a cairn or barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.