κιθάρισμα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A that which is played on the cithara, a piece of music for it, Pl.Prt.326b, Max.Tyr.7.6, Ach.Tat.2.1, D.C.63.26; κ. ἐκ Βακχῶν Εὐριπίδου SIG648B8 (Delph., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1437] τό, das auf der Cither Gespielte, Plat. Prot. 326 b u. Sp., wie D. Cass. 63, 26.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθάρισμα: ᾰ, τό, τὸ ἐπὶ τῆς κιθάρας κρουόμενον μέλος, μελῳδία διὰ τὴν κιθάραν, Πλάτ. Πρωτ. 326Β.