ἀποσκευάζω

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

German (Pape)

[Seite 324] abpacken; bes. med., Gepäcke, Hindernisse fortschaffen, aus dem Wege räumen, Pol. 2, 26, 6; τὰ ἀπὸ τῆς χώρας 4, 81, 11; Dion. Hal. 9, 25 u. Sp.; τὰ ἐνοχλοῦντα Hdn. 4, 13, 9 u. Sp. – Nach Poll. 5, 91 = ἀποπατέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκευάζω: μέλλ. -άσω, ἀφαιρῶ τι, τὴν ὀροφὴν Λυκοῦργ. 166. 9. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δένω εἰς δέματα τὰς ἀποσκευάς, ἑτοιμάζω αὐτὰς πρὸς μετακόμισιν, Πολύβ. 2. 2, 26, κτλ. 2) ἐκποδὼν ποιοῦμαι , «ξεφορτώνομαί» τινα, μόνος τῶν πώποτε τυραννοκτόνων μιᾷ πληγῇ δύο πονηροὺς ἀποσκευασάμενος καὶ φονεύσας Λουκ. Τυρανν. 1, κ. ἀλλ. 3) = ἀποπατέω, Πολυδ. Ε΄, 91.