διασιλλαίνω
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24; πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62.
German (Pape)
[Seite 601] verhöhnen, Luc. Lexiph. 24 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασιλλαίνω: χλευάζω, σκώπτω, Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.