κύστιγξ
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of κύστις, Hp. ap. Gal.19.116.
German (Pape)
[Seite 1538] ιγγος, ἡ, kleine Harnblase, Hippocr. bei Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κύστιγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύστις, Ἱππ. ἐν Λεξ. Γαλην. σ. 512.