πετρηρεφής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω)
A o'er-arched with rock, rock-vaulted, ἄντρα A.Pr.302, E.Cyc.82.
German (Pape)
[Seite 606] ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.
Greek (Liddell-Scott)
πετρηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐστεγασμένος ὑπὸ βράχου, ἔχων βραχώδη θόλον, ἄντρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300, Εὐρ. Κύκλ. 82.