ἀδιάσπαστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not torn asunder, uninterrupted, unbroken, X.Ages.1.4, Plb.1.34.5; inseparable, Dam.Pr.418, cf. Olymp.Alch.p.77B. Adv. -τως Steph.in Hp. 1.65 D., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάσπαστος: -ον, ὁ μὴ διεσπασμένος, μὴ διακεκομμένος, ἄθραυστος, Ξεν. Ἀγησ. 1.4, Πολύβ. 1, 34, 5, Γρηγ. Νύσσ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ., Ἐκκλ.