ἄνυδρος

Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (ὕδωρ)

   A waterless, of arid countries, Hes.Fr.24, Hdt. 4.185; γῆ Hp.Aër.1; δάπεδα Trag. ap. Phot.p.151 R.; esp. without spring-water, Hdt.2.7 codd., cf. 149, 3.5; ἡ ἄνυδρος (sc. γῆ) Id.3.4 and 9, Arist.Fr.103, LXXIs.44.3; of seasons, Hp.Aph.3,14; θέρος Id.Aër.10; in E.Tr.1085 (lyr.), of a corpse, deprived of funeral lustrations; unwatered, σμύρνα Id.Ion89 (anap.).    II ἄνυδρον, τό, = στρύχνον μανικόν, Dsc.4.73.

German (Pape)

[Seite 266] (ὕδωρ, vgl. ἄϋδρος), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ ἄνυδρος, die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, ἄθαπτος, ἄνυδρος Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, ἄταφος, οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνυδρος: -ον, (ὕδωρ) ὁ πάσχων ἔλλειψιν ὕδατος, μὴ ἔχων ὕδωρ, ἐπὶ ξηρῶν τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 35, Marcksch, Ἡρόδ. 4. 185· γῆ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ἰδίως ἄνευ πηγαίου ὕδατος, περὶ τοῦ Δέλτα τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 7, πρβλ. 149., 3. 5· ἡ ἄνυδρος (δηλ. γῆ) αὐτ. 3. 4 καὶ 9, Ἀριστ. Ἀποσπ. 99· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, ἢν δὲ βόρειον ᾖ καὶ ἄνυδρον [τὸ φθινόπωρον] Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1085, ἐπὶ νεκροῦ μὴ ἀξιωθέντος ἐπικηδείων λουτρῶν. Ἐν Ἴωνι 89· σμύρνης δ’ ἀνύδρου εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή, σημαίνει δὲ ξηρᾶς· ἴσως λέγεται οὕτω διότι παράγεται ἐν ἀνύδροις χώραις.