πειθώ

From LSJ
Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source

German (Pape)

[Seite 544] όος, zsgzgn οῦς, ἡ, Peitho, die Göttinn der Ueberredung oder Ueberzeugung, s. nom. propr.; die Gabe der Ueberredung, überzeugende Beredtsamkeit, νῦν γὰρ ἀκμάζει πειθὼ δολία Aesch. Ch. 715, μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν Prom. 172; Soph. El. 552 Tr 658; πειθὼ εἶχον τήνδε, Eur. I. A. 104; πειθώ τινα ζητεῖν, Ueberredungskunst, Ar. Nubb. 1380; auch in Prosa: Thuc. 3, 53; εἴ περ τυγχάνει γε οὖσα καὶ σμικρὰ πειθώ τις περὶ τὰ τοιαῦτα, Plat. Legg. X, 890 d; πειθ οῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική, Gorg. 453 a; πειθοῖ καὶ βίᾳ einander entgeggstzt Legg. IV, 722 b; Xen. παρά του πειθοῖ λαβών, Mem. 1, 7, 5; Folgde; πολλοὺς πειθοῖ ποιήσας ὑπηκόους Pol. 2, 1, 7, wie πολλοὺς πειθοῖ καὶ λόγῳ προσηγάγετο 2, 38, 7; Plut. u. a. Sp. Auch Gehorsam, Xen. Cyr. 2, 3, 19 u. A.