παραφορά
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
English (LSJ)
Ion. παραφο-ρή, Dor. παρφορά, ἡ,
A going aside, παραφορὰς ποιεῖσθαι to make itself by-streams, of a river, Agatharch.23. 2 movemnt to and fro, Sor.1.73 : pl., Id.2.14. 3 waving of a sword, Onos.26.1. II mostly of the mind, derangement, distraclion, A. Eu.330(lyr.) ; τῆς αἰσθήσιος Aret.CD1.5 ; π. ἐν μέθῃ Id.SD1.6 ; frenzy, π. καὶ ἔκστασις Iamb.Myst.3.7 ; π. τῆς διανοίας Plu.2.249b ; ποδῶν π. irregular gait, Adam.2.21. III Act., bringing up, furnishing, purveying, ζυγάστρων SIG247 ii 21 (Delph., iv B.C.), cf. PLond.3.974 ii 5 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 506] ἡ, διανοίας, Geistesverrückung, Wahnsinn; Aesch. Eum. 326; Plut. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
παραφορά: ἡ, τὸ παραφέρεσθαι, παραφορὰς ποιοῦμαι, σχηματίζω ῥυάκια, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 447. 22. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, παραφροσύνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 330· π. ἐν μέθῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· παραφ. διανοίας Πλούτ. 2. 249Β· φρενῶν Ρήτορες (Walz) 1. 473.