εὐπροσηγορία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A affability, Isoc.1.20.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.
Full diacritics: εὐπροσηγορία | Medium diacritics: εὐπροσηγορία | Low diacritics: ευπροσηγορία | Capitals: ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ |
Transliteration A: euprosēgoría | Transliteration B: euprosēgoria | Transliteration C: efprosigoria | Beta Code: eu)proshgori/a |
ἡ,
A affability, Isoc.1.20.
εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.