λόκαλος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ὁ, an unknown bird, Arist.HA509a21.
German (Pape)
[Seite 62] ὁ, ein Vogel, vielleicht der Storch, Arist. H. A. 2, 17 a. E.
Greek (Liddell-Scott)
λόκαλος: ὁ, ἄγνωστόν τι πτηνόν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, ἐν τέλ.