παρακινητικός
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
ή, όν,
A stimulating, τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.in CA16p.456M.; πρὸς ἔρωτα Sch. Theoc. 11.40 : abs., v.l. in Ph.2.477. 2 deranged, Plu.Fr.3. Adv. -κῶς, ἔχειν show symptoms of madness, Id.Sol.8.
German (Pape)
[Seite 483] ή, όν, zum Verrenken oder Verrücken gehörig, Sp. – Bes. verrückt, wahnsinnig; παρακινητικῶς ἔχειν, sich zum Wahnsinn hinneigen, Spuren von Wahnsinn zeigen, Plut. Sol. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παρακινητικός: -ή, -όν, διεγερτικός, ἐρεθιστικὸς πρός τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) παράφορος, παράφρων, Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.