Γάδειρα

From LSJ
Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γάδειρα Medium diacritics: Γάδειρα Low diacritics: Γάδειρα Capitals: ΓΑΔΕΙΡΑ
Transliteration A: Gádeira Transliteration B: Gadeira Transliteration C: Gadeira Beta Code: *ga/deira

English (LSJ)

[Γᾰ], ων, τά, Cadiz, Pi.N.4.69, etc.; Ion.Γήδειρα Hdt.4.8: Γᾰδειρίτης [ῑ], Γᾰδειρεύς, ὁ,

   A a man of Cadiz, St.Byz.:—Adj. Γᾰδειρικός, ή, όν, τάριχος Eup.186, Pl.Criti.114b; or Γᾰδειραῖος, α, ον, as Γ. πορθμός the Straits of Gibraltar, Plu.Sert.8. Adv. Γᾰδειρόθεν AP 14.121 (Metrod.), Euthyd. ap. Ath.3.116c.

Greek (Liddell-Scott)

Γάδειρα: -ων, Λατ. Gades τανῦν Gadix, πόλις τῆς Ἱσπανίας, Πίνδ. Ν. 4.114, κτλ.· Ἰων. Γήδειρα, Ἡρόδ. 4.8· - Γαδειρίτης, Γαδειρεύς, ὁ, κάτοικος τῶν Γαδείρων· - ἐπίθ. Γαδειρικός, ή, όν, Εὔπολ. Μαρικ. 23· ἢ Γαδειραῖος, α, ον, ὡς, Γ. πορθμός, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πλούτ. Σερτ. 8. -Ἐπίρρ Γαδείρᾱθεν, Ἀνθ. ΙΙ.14.121, καὶ οὕτως ἀναγνωστέον παρ’ Εὐθυδ. ἐν Ἀθην. 116C.