δεξιολάβος
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A spearman: in pl., guards, Act.Ap. 23.23 (v.l. δεξιοβόλους).
German (Pape)
[Seite 546] ὁ, Schleuderer od. Schütze, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιολάβος: ὁ, λογχοφόρος· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 (ἔνθα ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C.