δεκάπλεθρος
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
ον,
A enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.