διαρρώξ
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι)
A rent asunder, δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός a broken cliff rent asunder by the waves, E.IT262; πέτραι Opp.H.3.212. II as Subst., rent, of the Straits of Messina, ib. 5.216.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…ἀγμός, βράχος τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τεμάχιον ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.