ἐπαινετικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A given to praising, laudatory, Arist.EN1125a7; λόγος ἐ. Luc.Pr. Im.19. Adv. -κῶς Eust.102.37.
German (Pape)
[Seite 895] ή, όν, zum Loben geneigt, Arist. Eth 4, 8; lobend, λόγος, Luc. pro imagg. 19. – Adv. Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ ἐπαινετικός ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, ἐγκωμιαστικός, τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37.